αρχιμηχανικός

αρχιμηχανικός
ο
1) главный инженер; 2) главный механик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αρχιμηχανικός" в других словарях:

  • αρχιμηχανικός, ο — αρχιμηχανικός, ο, η ο προϊστάμενος των μηχανικών υπηρεσίας, εργοστασίου κτλ.: Είναι αρχιμηχανικός στους σιδηροδρόμους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρχιμηχανικός — ο ο επικεφαλής των μηχανικών μιας υπηρεσίας ή ο προϊστάμενος των τεχνικών υπηρεσιών …   Dictionary of Greek

  • Siege de Tripolizza — Siège de Tripolizza Le siège de Tripolizza entre mai et octobre 1821 fut un épisode clé de la guerre d indépendance grecque. La prise de Tripolizza[N 1], capitale ottomane du Péloponnèse, fut la première grande victoire des Grecs insurgés sous le …   Wikipédia en Français

  • Siège de Tripolizza — Carte du Péloponnèse montrant la situation et les lieux cités. Informations générales Date avril 23 septembre 1821 Lieu …   Wikipédia en Français

  • Siège de Tripolizza (1821) — Siège de Tripolizza Le siège de Tripolizza entre mai et octobre 1821 fut un épisode clé de la guerre d indépendance grecque. La prise de Tripolizza[N 1], capitale ottomane du Péloponnèse, fut la première grande victoire des Grecs insurgés sous le …   Wikipédia en Français

  • Siège de tripolizza (1821) — Siège de Tripolizza Le siège de Tripolizza entre mai et octobre 1821 fut un épisode clé de la guerre d indépendance grecque. La prise de Tripolizza[N 1], capitale ottomane du Péloponnèse, fut la première grande victoire des Grecs insurgés sous le …   Wikipédia en Français

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • Έβανς, Γουόλτον — (Walton Evans, Νιου Μπρούνσγουικ 1817 – Νέα Υόρκη 1886). Αμερικανός μηχανικός. Υπήρξε ο σχεδιαστής και γενικός επόπτης της κατασκευής σιδηροδρομικών γραμμών στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία. Διετέλεσε επίσης αρχιμηχανικός του… …   Dictionary of Greek

  • Ρενιό, Ανρί-Βικτόρ — (Regnault, Eξ λα Σαπέλ 1810 – Παρίσι 1878). Γάλλος φυσικοχημικός. Η οικογένεια του δεν ήταν εύπορη και υποχρεώθηκε να κάνει μεγάλες θυσίες για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του. Νέος ακόμα, το 1840, διορίστηκε καθηγητής της χημείας στην… …   Dictionary of Greek

  • Στήβενσον, Τζορτζ — (Stevenson). Άγγλος μηχανικός (1781 – 1848). Από 14 χρόνων άρχισε να εργάζεται ως βοηθός του πατέρα του, που ήταν πυροσβέστης στα ανθρακωρυχεία της Γονάυλαμ, ταυτόχρονα όμως φοιτούσε σε νυχτερινό σχολείο. Το 1802 ασχολήθηκε με την ωρολογοποιία,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»